- προσεκτικῆς
- προσεκτικόςattentivefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek
σπούδασμα — το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν [σπουδάζω] καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
Βερεσάγεφ, Βικέντι Βικεντίεβιτς — (Τούλα 1867 – Μόσχα 1945). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Βικέντι Βικεντίεβιτς Σμίντοβιτς. Η συνήθεια της προσεκτικής και λεπτομερειακής παρατήρησης –που απέκτησε ως γιατρός– τον βοήθησε να παρουσιάσει στο αφηγηματικό του έργο έναν… … Dictionary of Greek
Γκίμπον, Έντουαρντ — (Edward Gibbon, Σάρεϊ 1737 – Λονδίνο 1794). Άγγλος ιστορικός. Έγραψε την Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε έξι τόμους, που εκδόθηκαν από το 1776 έως το 1788. Επηρεασμένος από τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, έβλεπε… … Dictionary of Greek
Γουόρτον, Ίντιθ — (Edith Wharton, Νέα Υόρκη 1862 – Σεν Μπρις σου Φορέ 1937). Αμερικανίδα συγγραφέας. Κόρη της πλούσιας αστικής οικογένειας Νιούμπολντ Τζόουνς, έλαβε επιμελημένη ανατροφή. Τα πολλά ταξίδια της στο εξωτερικό πλούτισαν τις γνώσεις της για τις ξένες… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Κωνσταντάς, Γρηγόριος — I (Μηλιές Πηλίου 1758 – 1844). Διδάσκαλος του Γένους. Έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση σε σχολείο της πατρίδας του, την οποία ολοκλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα Σχολή και στις ανώτερες σχολές της Χίου, της Κωνσταντινούπολης και του Βουκουρεστίου. Στη… … Dictionary of Greek
Λα Φοντέν, Ζαν ντε- — (Jean de La Fontaine, Σατό Τιερί 1621 – Παρίσι 1695). Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο κολέγιο της γαλλικής πόλης Ρεν, αλλά για πολλά χρόνια εξάσκησε το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν επιθεωρητής δασών. Σύντομα εγκατέλειψε … Dictionary of Greek